- ἐπικερτόμησις
- ἐπικερτόμ-ησις, εως, ἡ, = foreg., Hdn.Fig.p.92S., Trypho Trop.p.206 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικερτόμησις — ἐπικερτόμησις, ἡ (Α) σαρκασμός, χλευασμός, ειρωνεία … Dictionary of Greek
ἐπικερτόμησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερτόμησιν — ἐπικερτόμησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)